μαρτύριο,
το, ουσ. [<αρχ. μαρτύριον], το
μαρτύριο· η οποιαδήποτε μεγάλη ψυχική ή σωματική ταλαιπωρία που υφίσταται
κάποιος: «το μαρτύριο της ζήλιας || το μαρτύριο της δίψας || το μαρτύριο της
πείνας || έχει τόση κίνηση κάθε πρωί στους δρόμους, που είναι μαρτύριο για μένα
μέχρι να φτάσω στη δουλειά μου». (Λαϊκό τραγούδι: μες τη ζωή μου τη διπλή
ζητώ μια λύση, γιατί ’ναι άβυσσος ο δρόμος που τραβώ, είναι μαρτύριο να
σ’ αγκαλιάζει άλλος και γω για άλλονε, για άλλον, λαχταρώ)·
-
έγινε η ζωή μου μαρτύριο, βλ. λ. ζωή·
-
η οδός του μαρτυρίου, βλ. λ. οδός·
-
κρατώ το σταυρό του μαρτυρίου, βλ. λ. σταυρός·
-
ο σταυρός του μαρτυρίου, βλ. λ. σταυρός·
-
σηκώνω το σταυρό του μαρτυρίου, βλ. λ. σταυρός·
-
του ’κανα τη ζωή μαρτύριο, βλ. λ. μαρτύριο.